télégraphie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
télégraphie | télégraphies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]télégraphie (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη télégraphe
ενικός | πληθυντικός |
télégraphie | télégraphies |
télégraphie (fr) θηλυκό