téléphoniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
téléphoniste | téléphonistes |
téléphoniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
téléphoniste | téléphonistes |
téléphoniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό