téloche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
téloche | téloches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
téloche (fr) θηλυκό
- (οικείο) η τηλεόραση
ενικός | πληθυντικός |
téloche | téloches |
téloche (fr) θηλυκό