ténacité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ténacité ténacités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ténacité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]