Μετάβαση στο περιεχόμενο

tétrachlorure

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tétrachlorure < tétra- + chlorure

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tétrachlorure tétrachlorures

tétrachlorure (fr) αρσενικό