Μετάβαση στο περιεχόμενο

tétragone

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tétragone tétragones

tétragone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γεωμετρία) τετράγωνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tétragone tétragones

tétragone (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) είδος σπανακιού
  2. (γεωμετρία) (σπάνιο) τετραγωνικό σχήμα