tüketmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tycɛtˈmɛc/

Ρήμα[επεξεργασία]

tüketmek (tr)

  1. καταναλώνω
  2. αφανίζω, εκμηδενίζω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω εντελώς

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]