tırpan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tırpan < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική δρεπάνι[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɯɾˈpɑn/
τυπογραφικός συλλαβισμός: tır‐pan

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tırpan (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. tırpan - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν