Μετάβαση στο περιεχόμενο

tabloid

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

tabloid (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. κίτρινος, που χαρακτηρίζεται από κιτρινισμό
      The tabloid press slanders the reputations of honest citizens.
    Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών.
  2. ταμπλόιντ
      a new edition in tabloid form - νέα έκδοση σε σχήμα ταμπλόιντ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tabloid tabloids

tabloid (en)

  1. ο κίτρινος τύπος
      Tabloids slander the reputations of honest citizens.
    Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών.
  2. το ταμπλόιντ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]