tabouiser
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tabouiser < tabouer < tabou
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ta.bu.i.ze/
Ρήμα
[επεξεργασία]tabouiser (fr)
- διακηρύσσω ή καθιστώ κάτι ταμπού, αποδίδω ιερό χαρακτήρα σε κάτι ή κάποιον