taché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | taché | tachés |
θηλυκό | tachée | tachées |
Επίθετο
[επεξεργασία]taché (fr)
Δείτε επίσης : tâche, tache |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | taché | tachés |
θηλυκό | tachée | tachées |
taché (fr)