tache
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tache | taches |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tache (fr) θηλυκό
- η κηλίδα, ο λεκές, η μουντζούρα / μουτζούρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- tache - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé