Μετάβαση στο περιεχόμενο

tachisme

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tachisme tachismes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tachisme < tache (κηλίδα) + -isme

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tachisme (fr) αρσενικό