Μετάβαση στο περιεχόμενο

tackling

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tackling tacklings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tackling (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

tackling (en)