tacot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.ko/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tacot tacots

tacot (fr) αρσενικό

Un vieux tacot. Μια παλιά σακαράκα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]