taffy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

taffy (en) συνήθως χωρίς πληθυντικό ή taffies

  • taffy, είδος κολλώδους καραμέλας βουτήρου, μασώμενη καραμέλα