tagliatore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tagliatore < taglia(re) (κόβω) +-tore
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tagliatore (it) αρσενικό (θηλυκό tagliatrice)
Πηγές[επεξεργασία]
- tagliatore - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).