Μετάβαση στο περιεχόμενο

tailandese

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tailandese tailandesi

Επίθετο

[επεξεργασία]

tailandese (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tailandese (it)

  1. (εθνικό όνομα) Ταϊλανδός
  2. (γλώσσα) ταϊλανδικά