Μετάβαση στο περιεχόμενο

tailler

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tailler < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική taillier ή taler < (κληρονομημένο) υστερολατινική tāliāre < λατινική tālea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l-. Συγγενή: ιταλική tagliare, βενετική tagiar (> νέα ελληνική ταγιάρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.je/
 

tailler (fr)

  1. κόβω δίνοντας σχήμα
     συνώνυμα: couper
  2. κάνω κάτι αιχμηρό
  3. κλαδεύω
  4. πελεκάω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]