tajpujo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tajpujo | tajpujoj |
αιτιατική | tajpujon | tajpujojn |
tajpujo (eo)
- (πληροφορική) το κουτάκι, η φόρμα μέσα στην οποία γράφουμε ορισμένα στοιχεία