take for granted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
take for granted (en) (ιδιωματισμός)
- παίρνω κάτι για δεδομένο, θεωρείται ως δεδομένο, δεν αναγνωρίζω πλέον την αληθινή αξία κάποιου ή κάτι και δεν δείχνω ότι είμαι ευγνώμων
- ↪ She took me for granted.
- Με πήρε για δεδομένο./Με θεωρεί δεδομένο.
- ↪ No friendly or romantic relationship should be taken for granted.
- Καμία φιλική ή ερωτική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη.
- ↪ She took me for granted.
- προεξοφλώ, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια χωρίς πρώτα να βεβαιωθώ ότι είναι
- ↪ Don’t take it for granted that he will help you.
- Μην προεξοφλείς τη βοήθεια του.
- ↪ Don’t take it for granted that he will help you.