take off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | take off |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes off |
αόριστος | took off |
παθητική μετοχή | taken off |
ενεργητική μετοχή | taking off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
take off (en) (μεταβατικό)
- βγάζω, αφαιρώ
- μιμούμαι, σατιρίζω
- They love to take off all the politicians' mannerisms. - τούς αρέσει να μιμούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όλων των πολιτικών
- ≈ συνώνυμα: ape, imitate, impersonate, mimic
- They love to take off all the politicians' mannerisms. - τούς αρέσει να μιμούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όλων των πολιτικών
- υπολογίζω μια ποσότητα
- I'll take off the concrete and steel for this construction project. - θα υπολογίσω τα μπετά και το ατσάλι γι' αυτό το οικοκδομικό σχέδιο.
- απογειώνομαι
- The plane has been cleared to take off from runway 3. - Δόθηκε άδεια για απογείωση στο αεροπλάνο από τον διάδρομο 3.
- ≠ αντώνυμα: land, touch down
- The plane has been cleared to take off from runway 3. - Δόθηκε άδεια για απογείωση στο αεροπλάνο από τον διάδρομο 3.
- (μεταφορικά) απογειώνομαι
- φεύγω