Μετάβαση στο περιεχόμενο

take over

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας take over
γ΄ ενικό ενεστώτα takes over
αόριστος took over
παθητική μετοχή taken over
ενεργητική μετοχή taking over

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
take over <  δείτε τις λέξεις take και over

take over (en)

  1. αντικατασταίνω κάτι, εκτοπίζω, γίνομαι μεγαλύτερος ή πιο σημαντικός από κάτι άλλο
      The car took over from the carriage.
    Το αυτοκίνητο αντικατάστησε την άμαξα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη replace
  2. αναλαμβάνω, αντικατασταίνω αρχίζω να έχω τον έλεγχο ή την ευθύνη για κάτι, ειδικά στη θέση κάποιου άλλου
      I am taking over from June 16, until then Papadakis remains the supervisor.
    Αναλαμβάνω από 16 Ιουνίου, μέχρι τότε παραμένει προϊστάμενος ο Παπαδάκης.
      Who’s going to take over from you?
    Ποιος θα σε αντικαταστήσει;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη replace