take over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | take over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes over |
αόριστος | took over |
παθητική μετοχή | taken over |
ενεργητική μετοχή | taking over |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]take over (en)
- αντικατασταίνω κάτι, εκτοπίζω, γίνομαι μεγαλύτερος ή πιο σημαντικός από κάτι άλλο
- αναλαμβάνω, αντικατασταίνω αρχίζω να έχω τον έλεγχο ή την ευθύνη για κάτι, ειδικά στη θέση κάποιου άλλου
Πηγές
[επεξεργασία]- take over - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντικατασταίνω