Μετάβαση στο περιεχόμενο

talented

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός talented
συγκριτικός more talented
υπερθετικός most talented

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
talented < talent + -ed

Επίθετο

[επεξεργασία]

talented (en)

  • ταλαντούχος
    ⮡  a talented, young man - ένας ταλαντούχος, νεαρός άντρας