talented
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | talented |
συγκριτικός | more talented |
υπερθετικός | most talented |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
talented (en)
- ταλαντούχος
- ↪ a talented, young man - ένας ταλαντούχος, νεαρός άντρας