talpo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- talpo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | talpo | talpoj |
αιτιατική | talpon | talpojn |
talpo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | talpo | talpoj |
αιτιατική | talpon | talpojn |
talpo (eo)