tamer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- tamer < tame (επίθετο: ήμερος) + -er συγκριτικό
Επίθετο[επεξεργασία]
tamer (en)
- συγκριτικός βαθμός του tame
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tamer | tamers |
- tamer < tame (ρήμα: εξημερώνω) + -er για ουσιαστικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tamer (en)