tangible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tangible
συγκριτικός more tangible
υπερθετικός most tangible

Επίθετο[επεξεργασία]

tangible (en)

  1. απτός, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει
    tangible proof/tangible results - απτές αποδείξεις/απτά αποτελέσματα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perceptible
  2. αισθητός, απτός, κάτι που μπορώ να αγγίξω ή να νιώσω
    the tangible world - ο αισθητός/απτός κόσμος
     συνώνυμα: concrete

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tangible tangibles

Επίθετο[επεξεργασία]

tangible (fr) αρσενικό ή θηλυκό