tappeto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tappeto < λατινική tapete, tapetum < αρχαία ελληνική τάπης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tappeto | tappeti |
tappeto (it)