taquin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | taquin | taquins |
θηλυκό | taquine | taquines |
Επίθετο[επεξεργασία]
taquin (fr)
- το πειραχτήρι, αυτός που αρέσκεται να πειράζει τους άλλους