Μετάβαση στο περιεχόμενο

taquinerie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
taquinerie taquineries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

taquinerie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]