tarry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tarry < μεσαιωνικό αγγλικό tarrien, ίσως συγγενές με το λατινικό tardare
Ρήμα[επεξεργασία]
tarry (en)
- καθυστερώ να κάνω κάτι
- περιμένω σε ένα χώρο για πολύ περιμένοντας κάτι να συμβεί
- παραμένω σε ένα χώρο για περισσότερη ώρα από ό,τι απαιτείται
- μένω κάπου προσωρινά, διημερεύω
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tarry < tar
Επίθετο[επεξεργασία]
tarry (en)
- που μοιάζει με πίσσα ή είναι καλυμμένος με πίσσα