Μετάβαση στο περιεχόμενο

tarry

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tarry < μεσαιωνικό αγγλικό tarrien, ίσως συγγενές με το λατινικό tardare

tarry (en)

  1. καθυστερώ να κάνω κάτι
  2. περιμένω σε ένα χώρο για πολύ περιμένοντας κάτι να συμβεί
  3. παραμένω σε ένα χώρο για περισσότερη ώρα από ό,τι απαιτείται
  4. μένω κάπου προσωρινά, διημερεύω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tarry < tar

Επίθετο

[επεξεργασία]

tarry (en)

  • που μοιάζει με πίσσα ή είναι καλυμμένος με πίσσα