tartaruga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tartaruga < κληρονομημένο από την υστερολατινική < αρχαία ελληνική ταρταροῦχος (Τάρταρος + ἔχω επειδή οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι χελώνες προέρχονταν από τα Τάρταρα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tartaˈruɡa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tartaruga (it) θηλυκό

  1. (ερπετό) η χελώνα
  2. η ταρταρούγα



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tartaruga (pt) θηλυκό