taureau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
taureau | taureaux |
taureau (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος
- αστρονομία → δείτε τη λέξη Taureau