taureau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Taureau

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
taureau taureaux

taureau (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος
  2. αστρονομία → δείτε τη λέξη  Taureau