taureau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| taureau | taureaux |
taureau (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος
- αστρονομία → δείτε τη λέξη Taureau
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| taureau | taureaux |
taureau (fr) αρσενικό