tavoletta
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tavoletta < tavola
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tavoletta | tavolette |
tavoletta (it)
- η Ταβολέτα
ενικός | πληθυντικός |
tavoletta | tavolette |
tavoletta (it)