tawdry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

tawdry (en)

  1. (για ρούχα) επιδεικτικός και κακόγουστος, φτηνιάρικος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gaudy
  2. (για έργο) φτηνιάρικος, χαμηλής ποιότητας
  3. ντροπιαστικός, ένοχος