taxa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- taxa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tag- (αγγίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
taxa (la) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ταξί
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taxa | taxae |
γενική | taxae | taxārum |
δοτική | taxae | taxīs |
αιτιατική | taxam | taxās |
κλητική | taxa | taxae |
αφαιρετική | taxā | taxīs |
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
taxa | taxas |
taxa (pt) θηλυκό
- ο φόρος