team up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | team up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | teams up |
αόριστος | teamed up |
παθητική μετοχή | teamed up |
ενεργητική μετοχή | teaming up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]team up (en)
- συνεργάζομαι, συμμετέχω σε ομάδα
- ↪ This year, well-known actors will team up with the state theater.
- Με το κρατικό θέατρο θα συνεργαστούν φέτος γνωστοί ηθοποιοί.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
- ↪ This year, well-known actors will team up with the state theater.