team up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | team up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | teams up |
αόριστος | teamed up |
παθητική μετοχή | teamed up |
ενεργητική μετοχή | teaming up |
Ρήμα[επεξεργασία]
team up (en) → δείτε τις λέξεις team και up
- συνεργάζομαι / συμμετέχω σε ομάδα