tear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

tear < (κληρονομημένο) μέση αγγλική teren < αγγλοσαξονική teran < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *der- (σκίζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɛə/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tear tears

tear (en)

  • το σκίσιμο, το αποτέλεσμα του να σχίζω
    a tear in the back of the jacket - ένα σκίσιμο του σακακιού πίσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας tear
γ΄ ενικό ενεστώτα tears
αόριστος tore
παθητική μετοχή torn
ενεργητική μετοχή tearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

tear (en)

  1. (μεταβατικό) σχίζω
  2. (αμετάβατο) σχίζομαι
  3. κινούμαι με πολύ μεγάλη ταχύτητα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

tear < (κληρονομημένο) μέση αγγλική teer < αγγλοσαξονική tēar < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dáḱru- (δάκρυα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɪə/ (βρετανική)
ΔΦΑ : /tɪɚ/ (αμερικανική)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tear tears

tear (en)

  • το δάκρυ
    Her eyes filled with tears.
    Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
    tear gas - δακρυγόνο αέριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

tear (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tear (gl) αρσενικό