tehnic
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tehnic < (άμεσο δάνειο) γαλλική technique < αρχαία ελληνική τεχνικός
Επίθετο
[επεξεργασία]tehnic (ro)
Επίρρημα
[επεξεργασία]tehnic (ro)