telefonema
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
telefonema | telefonemas |
telefonema (pt) αρσενικό
- το τηλεφώνημα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
telefonema | telefonemas |
telefonema (pt) αρσενικό