Μετάβαση στο περιεχόμενο

telescope

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Telescope, Télescope, télescope
      ενικός         πληθυντικός  
telescope telescopes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

telescope (en)

  • το τηλεσκόπιο
      She aimed the telescope at the moon.
    Κατεύθυνε το τηλεσκόπιο προς τη σελήνη.