telescope
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
telescope | telescopes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]telescope (en)
- το τηλεσκόπιο
- ⮡ She aimed the telescope at the moon.
- Κατεύθυνε το τηλεσκόπιο προς τη σελήνη.
- ⮡ She aimed the telescope at the moon.