tempesta
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /temˈpɛ.sta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tempesta (it) θηλυκό (πληθυντικός tempeste)
- (μετεωρολογία) η καταιγίδα
- το ντουζ
Πηγές
[επεξεργασία]- tempesta - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).