Μετάβαση στο περιεχόμενο

temple

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
temple temples

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
temple < λατινική templum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɛmp(ə)l/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

temple (en)

  1. (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ο ναός
      The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
    Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
  2. (ανθρώπινο σώμα) ο κρόταφος
  3. (για σκελετό γυαλιών) βραχίονας



      ενικός         πληθυντικός  
temple temples

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
temple < λατινική templum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɑ̃pl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

temple (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]