temple
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
temple | temples |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]temple (en)
- (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ο ναός
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- (ανθρώπινο σώμα) ο κρόταφος
- (για σκελετό γυαλιών) βραχίονας
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
temple | temples |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]temple (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ο ναός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αρχιτεκτονική (αγγλικά)
- Θρησκεία (αγγλικά)
- Ανθρώπινο σώμα (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Αρχιτεκτονική (γαλλικά)
- Θρησκεία (γαλλικά)