tenable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tenable | tenables |
tenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) που μπορεί να κρατηθεί, να υπερασπιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα
- υποφερτός