Μετάβαση στο περιεχόμενο

tenable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tenable tenables

Επίθετο

[επεξεργασία]

tenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) που μπορεί να κρατηθεί, να υπερασπιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα
  2. υποφερτός