tenable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tenable | tenables |
Επίθετο
[επεξεργασία]tenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) που μπορεί να κρατηθεί, να υπερασπιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα
- υποφερτός