tenant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tenant | tenants |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tenant (en)
- ο νοικάρης, ο ενοικιαστής
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tenant | tenants |
θηλυκό | tenante | tenantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]tenant (fr)
- που κρατά