tenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tenant | tenants |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tenant (en)
- ο νοικάρης, ο ενοικιαστής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tenant | tenants |
θηλυκό | tenante | tenantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
tenant (fr)
- που κρατά