tenera
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tenera | teneraj |
αιτιατική | teneran | tenerajn |
tenera (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tenera | teneraj |
αιτιατική | teneran | tenerajn |
tenera (eo)