tension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tension (en)
- η ένταση
- Check out Spike and the principal... there's something going on there. Sexual tension you could cut with a knife. (Buffy the Vampire Slayer, επεισόδιο Storyteller, 2003)
- η τάση
- high tension power lines
- το τέντωμα
Ρήμα[επεξεργασία]
tension (en)
- τεντώνω κάτι τραβώντας το, πχ ένα σκοινί, ένα καλώδιο κλπ
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tension | tensions |
tension (fr) θηλυκό