teplý
Εμφάνιση
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]teplý (sk)
- θερμός, ζεστός
- (μεταφορικά) ένθερμος, εγκάρδιος, φιλικός
- (χυδαίο) ο ομοφυλόφιλος
Πηγές
[επεξεργασία]- teplý - στην Slovníkový portál Jazykovedného ústavu Ľ. Štúra SAV [Πύλη λεξικών του Ιδρύματος Γλωσσολογίας Λ. Στουρ, Σλοβακική Ακαδημία Επιστημών] (στα σλοβακικά), https://slovnik.juls.savba.sk, 2003–2025