Μετάβαση στο περιεχόμενο

terapi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
terapi < (άμεσο δάνειο) γαλλική thérapie[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɛɾɑˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: terapi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terapi (tr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. terapi - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν