teritorio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teritorio | teritorioj |
αιτιατική | teritorion | teritoriojn |
teritorio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teritorio | teritorioj |
αιτιατική | teritorion | teritoriojn |
teritorio (eo)